- αναβρασίλα
- ηαναβρασμός, υπερβολική ζέστη, κουφόβραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάβραση + -ίλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάβραση — η (Α ἀνάβρασις) ο αναβρασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα] … Dictionary of Greek